- τσιμπολόγημα
- το, Ν [τσιμπολογώ]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσιμπολογώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσιμπολόγημα — το, ατος 1. τσίμπημα που επαναλαμβάνεται. 2. μτφ., λήψη λίγης τροφής: Δεν έφαγε πολύ, τσιμπολόγημα έκανε. 3. μτφ., συστηματική και επιτήδεια απόσπαση μικρών χρηματικών ποσών: Με το τσιμπολόγημα απ τον μπάρμπα του έχει πάντα χαρτζιλίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσίμπημα — το, ατος 1. κέντημα, αγκύλωμα με αιχμηρό αντικείμενο: Τσίμπημα καρφίτσας. 2. δυνατή πίεση του δέρματος, που γίνεται με τα δάχτυλα (με αντίχειρα και δείχτη) και που προκαλεί πόνο, τσιμπιά, τσιμπηματιά: Από τα τσιμπήματα μελάνιασε το μπράτσο της. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)